ΤΜΗΜΑ ΜΑΣΤΟΥ
ΤΜΗΜΑ ΜΑΣΤΟΥ
Ο γυναικείος μαστός αποτελεί όργανο πλούσιο σε αδενικό και λιπώδη ιστό και υφίσταται μεταβολές υπό την επίδραση των ορμονών κατά τη διάρκεια της ήβης, της εμμήνου ρύσεως, της κύησης και της εμμηνόπαυσης, γεγονός που δημιουργεί την ανάγκη της τακτικής παρακολούθησής του.
Ο γυναικείος μαστός μπορεί να εμφανίσει καλοήθεις ή κακοήθεις παθήσεις. Οι καλοήθεις παθήσεις είναι οκτώ φορές πιο συχνές από τις κακοήθεις, ωστόσο ο καρκίνος του μαστού αποτελεί το πρώτο σε συχνότητα κακόηθες νεόπλασμα στο γυναικείο πληθυσμό. Η έγκαιρη, όμως, διάγνωση και αποτελεσματική αντιμετώπιση του καρκίνου του μαστού, μπορεί να εξασφαλίσει εξαιρετικό προσδόκιμο επιβίωσης. Ως εκ τούτου, θεωρείται θεμελιώδους σημασίας ο συστηματικός προληπτικός έλεγχος των μαστών, προκειμένου η διάγνωση της νόσου να τεθεί πολύ πριν αυτή εκδηλώσει κλινικά συμπτώματα.
Οι προληπτικές εξετάσεις που πραγματοποιούνται στο BIO CARE για τον έλεγχο των μαστών είναι οι εξής :
Σημειώνεται ότι τόσο το υπερηχογράφημα μαστών όσο και η μαστογραφία είναι εξετάσεις που δύνανται να πραγματοποιηθούν και σε άντρες, κατόπιν πολύ συγκεκριμένων ενδείξεων που θα εκτιμήσει ο θεράπων ιατρός. Επειδή, όμως, η παθολογία του μαστού είναι εξαιρετικά σπάνια στον ανδρικό πληθυσμό, είναι γεγονός ότι οι συγκεκριμένες εξετάσεις αφορούν σχεδόν αποκλειστικά τις γυναίκες.
Το υπερηχογράφημα μαστών είναι μια εξέταση μη επεμβατική, ανώδυνη, γρήγορη και χωρίς ακτινοβολία.
Διεξάγεται με την χρήση σύγχρονου υπερηχογραφικού μηχανήματος με ειδικές κεφαλές για το μαστό και, επί ενδείξεων, μελέτη με έγχρωμο doppler – triplex από ιατρό ακτινολόγο εξειδικευμένο στις παθήσεις του μαστού.
Το υπερηχογράφημα μαστών αποτελεί εξέταση που άλλοτε υπερτερεί και άλλοτε συμπληρώνει την κλασική μαστογραφία στη διερεύνηση της παθολογίας του μαστού, καθώς μπορεί να διαχωρίσει με μεγαλύτερη ακρίβεια τις κυστικές από τις συμπαγείς αλλοιώσεις του οργάνου.
Αποτελεί πρώτης γραμμής απεικονιστική μέθοδος για το μαστό στις εγκύους γυναίκες καθώς και σε γυναίκες νεαρής ηλικίας (<30 ετών) των οποίων οι μαστοί είναι πυκνοί και ως εκ τούτου η κλασική μαστογραφία μπορεί να έχει μειωμένη διαγνωστική ακρίβεια. Η μέθοδος εμφανίζει επίσης μεγαλύτερη ευαισθησία για ανίχνευση μικρών κύστεων ή ινoαδενωμάτων, ενώ μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να ληφθούν με μεγάλη ακρίβεια κατευθυνόμενες βιοψίες (FNA) από κάποια ύποπτη περιοχή του μαστού.
Δεδομένης της μοναδικότητας και ιδιαιτερότητας κάθε περιστατικού καθώς και του γεγονότος ότι η κλινική συνεκτίμηση των ευρημάτων είναι αναντικατάστατη, κάθε εξεταζόμενη θα πρέπει να συμβουλεύεται τον προσωπικό της γυναικολόγο σχετικά με το ποια εξέταση είναι η καταλληλότερη για την ίδια.